υγροσκοπικός

υγροσκοπικός
-ή, -ό
1. που έχει την ιδιότητα να απορροφά νερό ή υγρασία, υγρόφιλος, υδρόφιλος: Η ζάχαρη είναι υγροσκοπική.
2. που έχει σχέση με την υγροσκοπία και το υγροσκόπιο (βλ. λλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υγροσκοπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υγροσκόπιο ή στην υγροσκοπία («υγροσκοπικές παρατηρήσεις») 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να απορροφά εύκολα την υγρασία ή το νερό από το περιβάλλον του 3. φρ. α) «υγροσκοπικά σώματα» χημ. χημικές… …   Dictionary of Greek

  • υγροσκοπικότητα — η, Ν [υγροσκοπικός] η ιδιότητα τού υγροσκοπικού …   Dictionary of Greek

  • υγρόφιλος — η, ο 1. που αγαπά το υγρό, που απορροφά την υγρασία, υγροσκοπικός: Υγρόφιλο μπαμπάκι. 2. που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη ή στο νερό, υδροχαρής (για φυτά): Υγρόφιλα φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”